σκηνικοῦ

σκηνικοῦ
σκηνικός
of the stage
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Θεατρικό Αθηνών — Το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου ιδρύθηκε το 1938 από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Το μουσείο, που αποτελεί μέρος των δραστηριοτήτων του κέντρου, στεγάζεται στο ισόγειο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων… …   Dictionary of Greek

  • πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… …   Dictionary of Greek

  • σκηνογραφία — Σύνολο στοιχείων καλλιτεχνικού και τεχνικού χαρακτήρα που σε μια θεατρική ή κινηματογραφική παράσταση, επιτρέπει την πραγμάτωση του περιβάλλοντος στο οποίο διαδραματίζεται η σκηνή. Η σ. στο θέατρο συνδέεται με την ιστορία του θεάτρου. Ήδη οι… …   Dictionary of Greek

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

  • τραμπουκέτο — το, Ν θεατρ. κινητό σκηνικό μηχάνημα με το οποίο διευκολύνεται η παρουσίαση και η εξαφάνιση από τη σκηνή προσώπων ή πραγμάτων τού σκηνικού διακόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trabochetto] …   Dictionary of Greek

  • Άπια, Αντόλφ — (Adolphe Appia, Γενεύη 1862 – Νιόν 1928). Ελβετός θεωρητικός του θεάτρου και σκηνογράφος. Οι ιδέες του και το σκηνογραφικό του έργο για το λυρικό θέατρο, ιδιαίτερα για τις όπερες του Βάγκνερ, αποτελούν, μαζί με τη δουλειά του Γκόρντον Κρέιγκ, τα… …   Dictionary of Greek

  • Γενεύη — (γαλλ. Genéve, ιταλ. Ginevra, γερμ. Genf). Πόλη (175.000 κάτ. το 2000) της δυτικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (282 τ. χλμ., 408.800 κάτ. το 2000). Βρίσκεται κοντά στα γαλλικά σύνορα, στο νοτιοδυτικό άκρο της ομώνυμης λίμνης. Τον… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γουινέα-Μπισάου — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουινέα Μπισάου Παλαιότερη ονομασία: Πορτογαλλική Γουινέα Έκταση: 36.120 τ.χλμ Πληθυσμός: 1.345.479 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπισάου (288.295 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Σενεγάλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”